- επίτριπτος
- ἐπίτριπτος, -ον [επιτριβω]1. ο τριμμένος από πάνω, ο φθαρμένος εξωτερικά2. μτφ. αυτός που αξίζει να εξολοθρευτεί3. μτφ. πανούργος, δόλιος («τοὐπίτριπτον κίναδος ἐξήρου μ’ ὅπου», Σοφ.)4. (για πράγμ.) τετριμμένος, συνηθισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.