επίτριπτος

επίτριπτος
ἐπίτριπτος, -ον [επιτριβω]
1. ο τριμμένος από πάνω, ο φθαρμένος εξωτερικά
2. μτφ. αυτός που αξίζει να εξολοθρευτεί
3. μτφ. πανούργος, δόλιος («τοὐπίτριπτον κίναδος ἐξήρου μ’ ὅπου», Σοφ.)
4. (για πράγμ.) τετριμμένος, συνηθισμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπίτριπτος — accursed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'πίτριπτος — ἐπίτριπτος , ἐπίτριπτος accursed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑπίτριπτος — ἐπίτριπτος , ἐπίτριπτος accursed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίτριπτον — ἐπίτριπτος accursed masc/fem acc sg ἐπίτριπτος accursed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτριπτότατε — ἐπίτριπτος accursed masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτριπτότατος — ἐπίτριπτος accursed masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρίπτου — ἐπίτριπτος accursed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρίπτους — ἐπίτριπτος accursed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρίπτων — ἐπίτριπτος accursed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρίπτῳ — ἐπίτριπτος accursed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”